- υπερηφανώ
- -έω, Α [ὑπερήφανος](επικ. τ.)1. φέρομαι με αλαζονεία, με υπεροψία2. εξυψώνω τον εαυτό μου, επαίρομαι3. αποφεύγω να πράξω κάτι λόγω τής καταφρόνησης που νιώθω γι' αυτό4. (στον Όμ. μόνον στον ασυναίρ. τ. μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ.) ὑπερηφανέωνυπερήφανος, αλαζονικός.
Dictionary of Greek. 2013.