υπερηφανώ

υπερηφανώ
-έω, Α [ὑπερήφανος]
(επικ. τ.)
1. φέρομαι με αλαζονεία, με υπεροψία
2. εξυψώνω τον εαυτό μου, επαίρομαι
3. αποφεύγω να πράξω κάτι λόγω τής καταφρόνησης που νιώθω γι' αυτό
4. (στον Όμ. μόνον στον ασυναίρ. τ. μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ.) ὑπερηφανέων
υπερήφανος, αλαζονικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπερηφάνω — ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνῳ — ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνωι — ὑπερηφάνῳ , ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπερηφανώ — καθυπερηφανῶ, έω (Α) (επιτατ. τού υπερηφανώ) φέρομαι με μεγάλη περηφάνεια, φέρομαι με μεγάλη αλαζονεία, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερηφανῶ (< ὑπερήφανος)] …   Dictionary of Greek

  • υπερηφανημένος — ον, Α [ὑπερηφανῶ] (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀντὶ τοῡ καταπεφρονημένος παρά τινος» …   Dictionary of Greek

  • ГАНГРСКИЙ СОБОР — Поместный Собор древней Церкви, созванный в Ганграх (греч. Γάγγραι; пров. Пафлагония, диоцез Понт) в IV в. Причиной созыва Собора стали нестроения в церковной жизни, вызванные деятельностью нек рых аскетических общин, находившихся под влиянием… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”